- αχνιστός
- -ή, -ό [αχνίζω (II)]1. αυτός που αχνίζει, που βγάζει ατμό2. ζεστός, κουτός3. ψημένος στον αχνό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αχνιστός, -ή — ό ο ψημένος στον ατμό του: Τους πρόσφεραν και θαλασσινά αχνιστά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)